-
1 ἆμαρ
1 dayκεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν P. 9.68
τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται I. 4.67
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ Pae. 2.76
τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1
opposed to night,ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα P. 4.196
μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.256
εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.113
-
2 κεῖνος
κεῑνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους; -αι; κεῖνο nom., acc., -α acc.: ἐκεῖνος codd., O. 2.99, O. 3.31, O. 6.102, O. 10.30, O. 10.41, O. 13.76, O. 13.87, P. 3.55, N. 3.11, N. 5.22, I. 8.65, fr. 137. 1, corr. Boeckh.)1 that, those cf. Des Places, 67.a with prior reference.ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα those 29 victories of the trainer Melesias O. 8.62 κεῖνον κατὰ χρόνον sc. of his victory O. 10.102 κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει Typhos P. 1.25 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron. P. 1.42 κείνας ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους those with which he won his victory P. 2.8 “ κεῖνος ὄρνις” P. 4.19 “ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” Libya P. 4.48ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243
καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας Damophilos P. 4.289 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (τὸν Ἀρκεσίλαν. Σ.) P. 5.107κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν P. 9.68
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς Chromios N. 1.9 ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμόν ( Αἰδώς v. 33) N. 9.36 κείνων λυθέντες ( δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35. ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. pro subs., emphasising some previously mentioned person or thing, ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή (Hieron v. 23) O. 1.101 καὶ κεῖνος, ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (Theron v. 95) O. 2.99 κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ἐπίστανται ( ἡμίονοι v. 22) O. 6.25 κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (Hermes v. 79) O. 6.80 θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι (the relatives of Hagesias in Stymphalos and Syracuse, cf. οἴκοθεν οἴκαδ v. 99) O. 6.102 κείνοισι μὲν — πολὺν ὗσε χρυσόν (the Rhodians v. 48: κείνοις ὁ coni. Mingarelli) O. 7.49 κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (Melesias v. 54) O. 8.62 κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν ( Χάριτες v. 27) O. 9.28 κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( λαοί v. 46) O. 9.53 δάμασε καὶ κείνους (Kteatos and Eurytos v. 28) O. 10.30 καὶ κεῖνος ( Αὐγέας v. 35) O. 10.41 ἀπὸ κείνου χρήσιος (Polyidos v. 75) O. 13.76 σὺν δὲ κείνῳ (Pegasos v. 86) O. 13.87 τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna v. 60) P. 1.61 ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Asklepios from v. 53) P. 3.55 τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (Hieron v. 72) P. 3.75 μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (the golden fleece v. 69) P. 4.69 “ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” (the family of Cheiron v. 105) P. 4.105 κείνου γε κατὰ κλέος (Jason v. 123) P. 4.125 σὺν κείνοισι (with his relatives = οἱ δ v. 133) P. 4.134 “ κείνων φυτευθέντες” (Kretheus and Salmoneus v. 143) P. 4.144 κεῖνος γὰρ (Damophilos v. 281) P. 4.281 κεῖνόν γε καὶ (Battos v. 55) P. 5.57 κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (the marriage of Apollo and Cyrene v. 66) P. 9.68 κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν (Nereus v. 94) P. 9.95πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.123
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν ( τινα v. 64) N. 1.68 ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (the triumph singers v. 4) N. 3.11 κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι (Kallikles v. 80) N. 4.85 πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Aiakidai v. 15) N. 5.22 ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (Peleus v. 26) N. 5.30 καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (Peleus v. 36: καὶ σοῦ e Σ Christ) N. 5.43 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν (Praxidamos v. 15) N. 6.17 ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Aiakos v. 8) N. 8.10 κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν ( Φθόνος, from φθονεροῖσι v. 21) N. 8.23 ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (Amphitryon v. 13) N. 10.14 κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (Lynkeus v. 61) N. 10.62 κεῖνοι γὰρ (Kastor and Iolaos v. 16) I. 1.17 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Aiakidai v. 43) I. 5.47 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα (Telamon v. 26) I. 6.31 ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας (Nikokles v. 64) I. 8.65 κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (the ancestors of the Abderitans v. 59) Πα. 2.. Διὸς παῖς ὁ χρυσός. κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. as antecedent of preceding relative clause, οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.b without prior reference. ( θεὸς)ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. O. 6.1022 τοιοῦτος, such a one as that εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.7 προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (τουτέστι τὸν τοιοῦτον. Σ: such as Homer lit for Aias) I. 4.43 σειρῆνα δὲ κόμπον μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.3 fragg. ]ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19
κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν (Teuffel: ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ codd.) fr. 137. 1. κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. -
3 διαιτάω
διαιτάω, διῃτώμην, Plat. Phaed. 61 e; Lys. 1, 9; aor. ἐδιαίτησα u. διῄτησα, in composs. auch κατεδιῄτησα; perf. δεδιῄτημαι, Thuc. 7, 77; διῃτήϑην, 7, 87. – 1) zu leben geben, ernähren, Medic.; bes. bestimmtes Maaß im Essen u. Trinken vorschreiben, gewisse Speisen zu essen geben, Hippocr. u. A; u. auf diese Weise kuriren, καὶ ϑεραπεύειν τοὺς νοσοῦντας Plut. Cat. mai. 23; übertr., mildern, Hel. 7, 28. – Med. mit aor. pass., eine gewisse Lebensart führen, ἀνειμένως, Thuc. 2, 59; ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν Plat. Gorg. 449 e; sich aufhalten, wohnen, ἐν δόμοισιν Soph. O. C. 769; ἐπ' ἀγροῦ Her. 1, 120; ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc. 2, 14; παρ' ἡμῖν Plat. Phaed. 61 e; ἐν τῷ οἴκῳ διῃτήϑη Is. 6, 15, u. sonst; auch δίαιταν δ., eine Lebensart führen, Plut. Pericl. 34; πολλὰ ἐς ϑεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι Thuc. 7, 77, ich habe durchaus gesetzlich gelebt. – 2) Schiedsrichter sein, als Schiedsrichter entscheiden, Is. 2, 29 u. sonst; τινί, Dem. 21, 84; τινά, 47, 12; νείκη, Dion. Hal. 7, 52; Strab.; παισὶ φιλήματα, Theocr. 12, 34; auch τινά τινι, versöhnen, App. B. C. 5, 93. – Allgemeiner, = leiten, regieren; λαόν Pind. Ol. 9, 66; κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν, vollendete, P. 9, 68; – anordnen, Sp.
-
4 διαιτάω
a regulate, governπόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
b decide, bring to a conclusionκεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν P. 9.68
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий